- κανονιοστάσιο
- τοτο πυροβολείο.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. κανονιοστάσιο αντί τού αναμενομένου κανονοστάσιο (βλ. λ. κανονιοβολώ) κανόνι(Ι) + -στάσιο (< ασθενές θ. στᾰ- τού ἵστημι, πρβλ. ἔ-στα-μεν, στατός, + κατάλ. -σιο), πρβλ. εικονο-στάσιο, εργο-στάσιο].
Dictionary of Greek. 2013.